λαμποκοπήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλαμποκοπήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λαμποκοπώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λαμποκοπώ
- θα λαμποκοπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λαμποκοπώ