Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λαλήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λαλώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λαλώ
  3. θα λαλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λαλώ