Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λαδώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λαδώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λαδώνω
  3. θα λαδώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λαδώνω