λαγνοκοιτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίαλαγνοκοιτώ < λαγνεία + κοιτώ
Προφορά
επεξεργασία/?/
Ρήμα
επεξεργασίαλαγνοκοιτώ (el)
- κοιτώ λάγνα
- κοιτώ με ερωτικό πόθο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαλαγνοκοιτώ (el)
λαγνοκοιτώ < λαγνεία + κοιτώ
/?/
λαγνοκοιτώ (el)
λαγνοκοιτώ (el)