λήξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λήξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λήγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λήγω
- θα λήξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λήγω
λήξει