Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
λάινσμαν

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάινσμαν < αγγλική linesman

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάινσμαν αρσενικό άκλιτο

  • (αθλητισμός) ο ένας από τους δύο βοηθητικούς διαιτητές στο ποδόσφαιρο που κινούνται κατά μήκος των μακρών πλευρών του γηπέδου

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία