λάινσμαν

Ετυμολογία

επεξεργασία
λάινσμαν (νεολογισμός) < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική linesman

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάινσμαν αρσενικό άκλιτο

  • (αθλητισμός) ο ένας από τους δύο βοηθητικούς διαιτητές στο ποδόσφαιρο που κινούνται κατά μήκος των μακρών πλευρών του γηπέδου

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • λάινσμαν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • λάινσμαν - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 7, έτος 2000. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr