λάθρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λάθρο < περικοπή του λαθρομετανάστης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈla.θɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐θρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάθρο αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- (νεολογισμός, μειωτικό) ο λαθρομετανάστης, συχνά στη διαδικτυακή αργκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία λάθρο
|