Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόρι < αγγλικά quarter

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɔ.ɾi/

Ουσιαστικό επεξεργασία

κόρι ουδέτερο