Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κόρι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κόρι
<
αγγλικά
quarter
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈkɔ.ɾi
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόρι
ουδέτερο
(
ελληνοαμερικανικά
) το νόμισμα των 25
σεντ
(ένα
τέταρτο
του
δολαρίου
)
⮡
Δώσε μου ένα
κόρι
για το τηλέφωνο.