κόπικας
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόπικας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόπικας αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)
- (έντομο) σκόρος
- (μεταφορικά) κρυφό μαράζι, «σαράκι»
Πηγές
επεξεργασία- κόπικας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.279, Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.