Ετυμολογία

επεξεργασία
κόπικας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόπικας αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. (έντομο) σκόρος
  2. (μεταφορικά) κρυφό μαράζι, «σαράκι»