κόμαρον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόμαρον < μεσαιωνική ελληνική κόμαρον < αρχαία ελληνική κόμαρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόμαρον ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) το κούμαρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κόμαρον
|
κόμαρον ουδέτερο
|