Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωφεύσουμε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κωφεύσουμε
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
α' πληθυντικό
υποτακτικής
αορίστου του ρήματος
κωφεύω
θα κωφεύσουμε
:
α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
κωφεύω