Ετυμολογία

επεξεργασία
κωφεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κωφεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈfe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐φεύ‐ω

κωφεύω, πρτ.: κώφευα, αόρ.: κώφευσα/εκώφευσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία