κωφεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κωφεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κωφεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈfe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐φεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακωφεύω, πρτ.: κώφευα, αόρ.: κώφευσα/εκώφευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- προσποιούμαι ότι δεν ακούω καλά
- (μεταφορικά) δεν υπακούω σε συμβουλές, αδιαφορώ, περιφρονώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κωφός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κωφεύω | κώφευα | θα κωφεύω | να κωφεύω | κωφεύοντας | |
β' ενικ. | κωφεύεις | κώφευες | θα κωφεύεις | να κωφεύεις | κώφευε | |
γ' ενικ. | κωφεύει | κώφευε | θα κωφεύει | να κωφεύει | ||
α' πληθ. | κωφεύουμε | κωφεύαμε | θα κωφεύουμε | να κωφεύουμε | ||
β' πληθ. | κωφεύετε | κωφεύατε | θα κωφεύετε | να κωφεύετε | κωφεύετε | |
γ' πληθ. | κωφεύουν(ε) | κώφευαν κωφεύαν(ε) |
θα κωφεύουν(ε) | να κωφεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κώφευσα | θα κωφεύσω | να κωφεύσω | κωφεύσει | ||
β' ενικ. | κώφευσες | θα κωφεύσεις | να κωφεύσεις | κώφευσε | ||
γ' ενικ. | κώφευσε | θα κωφεύσει | να κωφεύσει | |||
α' πληθ. | κωφεύσαμε | θα κωφεύσουμε | να κωφεύσουμε | |||
β' πληθ. | κωφεύσατε | θα κωφεύσετε | να κωφεύσετε | κωφεύστε | ||
γ' πληθ. | κώφευσαν κωφεύσαν(ε) |
θα κωφεύσουν(ε) | να κωφεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κωφεύσει | είχα κωφεύσει | θα έχω κωφεύσει | να έχω κωφεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις κωφεύσει | είχες κωφεύσει | θα έχεις κωφεύσει | να έχεις κωφεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει κωφεύσει | είχε κωφεύσει | θα έχει κωφεύσει | να έχει κωφεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κωφεύσει | είχαμε κωφεύσει | θα έχουμε κωφεύσει | να έχουμε κωφεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε κωφεύσει | είχατε κωφεύσει | θα έχετε κωφεύσει | να έχετε κωφεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κωφεύσει | είχαν κωφεύσει | θα έχουν κωφεύσει | να έχουν κωφεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωφεύω
|