κωνώπων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακωνώπων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του κώνωπας
- γενική πληθυντικού του κώνωψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακωνώπων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του κώνωψ