κωλόχερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κωλόχερο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωλόχερο ουδέτερο
- (υβριστικό) υβριστική αναφορά στο χέρι
- ※ Ο Ντάνι έστρεψε ξανά την προσοχή του στο τσιράκι του Τσιν. «Πες μου έναν λόγο να μη σου σπάσω το κωλόχερό σου» (Εφιάλτης στην Αριζόνα, Haylen Beck, 2018 [1])
- (ανεπίσημο) έντονη παρατήρηση, επίπληξη (και στην έκφραση «βάζω χέρι»)
- ※ Τώρα που η ζυγαριά έγραψε 123 κιλά, η χοληστερίνη ξεπέρασε τα 450 mg/dl και ο γιατρός σου έβαλε κωλόχερο, θορυβήθηκες. (23/4/2013, [2])
- (ανεπίσημο) χειρονομία - πιάσιμο / θωπεία οπισθίων - χούφτωμα
- ※ Μια κριτική για το θρασύτατο κωλόχερο του Τζέραρντ Μπάτλερ στην Τζένιφερ Άνιστον. (30/03/2010 [3])
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωλόχερο
|