Ετυμολογία

επεξεργασία
κωκύω < λείπει η ετυμολογία

κωκύω

  1. κραυγάζω, οδύρομαι, θρηνώ
  2. θρηνώ πάνω σε νεκρό

Παράγωγα

επεξεργασία