κυοφορήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κυοφορήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυοφορώ
- θα κυοφορήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυοφορώ
κυοφορήσουν