κυκλώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακυκλώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κυκλώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυκλώνω
- θα κυκλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυκλώνω