κτενίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κτενίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κτενίζω
- θα κτενίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κτενίζω
κτενίσουμε