Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρότωνας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
ο κρότωνας

κρότωνας αρσενικό

  • ονομασία καλλωπιστικού φυτού εσωτερικών χώρων με μακριά φύλλα, μονόχρωμα ή με κόκκινες αποχρώσεις (κοινώς ωραιόφυλλο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία