Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κριτσανίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κριτσανίζω
  2. θα κριτσανίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κριτσανίζω