Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρι < (μεταγραφή) αγγλική Cree

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρι άκλιτο θηλυκό (η γλώσσα κρι), ή ουδέτερο (τα κρι)

  • βορειοαμερικανική γλώσσα ιθαγενών του Καναδά που ανήκει στις γλώσσες άλγκονκ

Σημειώσεις επεξεργασία