κρεβατωθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κρεβατωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρεβατώνομαι
- θα κρεβατωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρεβατώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κρεβατώνομαι