κραυγάσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακραυγάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κραυγάζω
- θα κραυγάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κραυγάζω
κραυγάσουμε