κρατικοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρατικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κρατικοποιώ
Ρήμα επεξεργασία
κρατικοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για άψυχα)
- αλλάζω ιδιοκτησιακό καθεστώς και από ιδιώτες, ανήκω πλέον στο κράτος (για επιχειρήσεις, αγαθά, αντικειμενα, ιδρύματα)
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρατικοποιούμαι | κρατικοποιούμουν | θα κρατικοποιούμαι | να κρατικοποιούμαι | ||
β' ενικ. | κρατικοποιείσαι | κρατικοποιούσουν | θα κρατικοποιείσαι | να κρατικοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | κρατικοποιείται | κρατικοποιούνταν | θα κρατικοποιείται | να κρατικοποιείται | ||
α' πληθ. | κρατικοποιούμαστε | κρατικοποιούμασταν κρατικοποιούμαστε |
θα κρατικοποιούμαστε | να κρατικοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | κρατικοποιείστε | κρατικοποιούσασταν κρατικοποιούσαστε |
θα κρατικοποιείστε | να κρατικοποιείστε | κρατικοποιείστε | |
γ' πληθ. | κρατικοποιούνται | κρατικοποιούνταν | θα κρατικοποιούνται | να κρατικοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρατικοποιήθηκα | θα κρατικοποιηθώ | να κρατικοποιηθώ | κρατικοποιηθεί | ||
β' ενικ. | κρατικοποιήθηκες | θα κρατικοποιηθείς | να κρατικοποιηθείς | κρατικοποιήσου | ||
γ' ενικ. | κρατικοποιήθηκε | θα κρατικοποιηθεί | να κρατικοποιηθεί | |||
α' πληθ. | κρατικοποιηθήκαμε | θα κρατικοποιηθούμε | να κρατικοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | κρατικοποιηθήκατε | θα κρατικοποιηθείτε | να κρατικοποιηθείτε | κρατικοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | κρατικοποιήθηκαν κρατικοποιηθήκαν(ε) |
θα κρατικοποιηθούν(ε) | να κρατικοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κρατικοποιηθεί | είχα κρατικοποιηθεί | θα έχω κρατικοποιηθεί | να έχω κρατικοποιηθεί | κρατικοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις κρατικοποιηθεί | είχες κρατικοποιηθεί | θα έχεις κρατικοποιηθεί | να έχεις κρατικοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κρατικοποιηθεί | είχε κρατικοποιηθεί | θα έχει κρατικοποιηθεί | να έχει κρατικοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κρατικοποιηθεί | είχαμε κρατικοποιηθεί | θα έχουμε κρατικοποιηθεί | να έχουμε κρατικοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κρατικοποιηθεί | είχατε κρατικοποιηθεί | θα έχετε κρατικοποιηθεί | να έχετε κρατικοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κρατικοποιηθεί | είχαν κρατικοποιηθεί | θα έχουν κρατικοποιηθεί | να έχουν κρατικοποιηθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρατικοποιούμαι
|