Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κρασπέδωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κρασπεδώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κρασπεδώνω