Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρήμνισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κρήμνισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κρημνίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κρημνίζω