κρήδεμνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρήδεμνο <αρχαία ελληνική κρήδεμνον: κρη- κάρα και το ρήμα δέω- ω, όπως και κρησφύγετον
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρήδεμνο ουδέτερο
- κεφαλόδεσμος, γυναικείο κάλυμμα κεφαλής
- μεταφορικά, οι επάλξεις των τειχών
- μεταφορικά, πώμα αγγείου
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρήδεμνο
|