Δείτε επίσης: Κούκλης

Ετυμολογία

επεξεργασία
κούκλης < κουκλ(ί) + -ης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούκλης αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  • (πτηνό) πετεινός
      14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στ. 188 (187-188) @dimodis.greeklanguage.gr
    Καὶ ἀφότις πιοῦσιν περισσὰ καὶ γίνουσι μεθούκλι,
    γίνονται ὡσὰν τὸν μεθυστήν, τὸν πετεινὸν τὸν κούκλην.
    Γιάννης Κ. Μαυρομάτης & Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Στέφανος Σαχλίκης. Τα Ποιήματα. Χρηστική έκδοση με βάση και τα τρία χειρόγραφα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, σ. 111-124.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία