Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κουρνιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κουρνιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κουρνιάζω
  3. θα κουρνιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κουρνιάζω