κουνήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακουνήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κουνώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κουνώ
- θα κουνήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κουνώ