κουβάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουβάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουβάρα θηλυκό
- κουβάρι
- (μεταφορικά) συνωστισμός
- Βλέπω ότι είναι όλοι μαζωμένοι μια κουβάρα. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουβάρα
|