Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουάκερ < αγγλική Quaker, ως εμπορική ονομασία ενός προϊόντος (μετωνυμία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουάκερ ουδέτερο άκλιτο

  1. νιφάδες βρόμης
  2. θρησκευτικό κίνημα των Κουακέρων, μέλος της "Κοινωνίας των Φίλων"

  Μεταφράσεις επεξεργασία