Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορακιάζω < κοράκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.ɾaˈca.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

κορακιάζω

περπατούσαμε τόσες ώρες και είχαμε κορακιάσει για νερό.

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κοράκιασα από τη δίψα : διψώ πάρα πολύ


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία