Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντζίλιον < (άμεσο δάνειο) ιταλική concilio ή (άμεσο δάνειο) προβηγκιανή concili

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοντζίλιον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία