Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομπορρημόνησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κομπορρημόνησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κομπορρημονώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κομπορρημονώ