κομματοκύων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομματοκύων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομματοκύων αρσενικό
- (νεολογισμός, ειρωνικό) η λέξη κομματόσκυλο σε καθαρευουσιάνικη απόδοση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομματοκύων
|