κολακεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κολακεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κολακεύω
- θα κολακεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κολακεύω
κολακεύσουμε