Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κολακεύσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κολακεύω
  2. θα κολακεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κολακεύω