κολακευτικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολακευτικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κολακευτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε κολακευτικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
κολακευτικώς
Πηγές επεξεργασία
- κολακευτικώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)