Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοκκίνισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κοκκίνισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κοκκινίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κοκκινίζω