κοινωνικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινωνικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινωνικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε κοινωνικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
κοινωνικώς
Πηγές επεξεργασία
- «κοινωνικός» (& κοινωνικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)