κοινωνήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακοινωνήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοινωνώ
- θα κοινωνήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοινωνώ
κοινωνήσουν