κοινολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακοινολογούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κοινολογώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοινολογούμαι | κοινολογούμουν | θα κοινολογούμαι | να κοινολογούμαι | ||
β' ενικ. | κοινολογείσαι | κοινολογούσουν | θα κοινολογείσαι | να κοινολογείσαι | ||
γ' ενικ. | κοινολογείται | κοινολογούνταν | θα κοινολογείται | να κοινολογείται | ||
α' πληθ. | κοινολογούμαστε | κοινολογούμασταν κοινολογούμαστε |
θα κοινολογούμαστε | να κοινολογούμαστε | ||
β' πληθ. | κοινολογείστε | κοινολογούσασταν κοινολογούσαστε |
θα κοινολογείστε | να κοινολογείστε | κοινολογείστε | |
γ' πληθ. | κοινολογούνται | κοινολογούνταν | θα κοινολογούνται | να κοινολογούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοινολογήθηκα | θα κοινολογηθώ | να κοινολογηθώ | κοινολογηθεί | ||
β' ενικ. | κοινολογήθηκες | θα κοινολογηθείς | να κοινολογηθείς | κοινολογήσου | ||
γ' ενικ. | κοινολογήθηκε | θα κοινολογηθεί | να κοινολογηθεί | |||
α' πληθ. | κοινολογηθήκαμε | θα κοινολογηθούμε | να κοινολογηθούμε | |||
β' πληθ. | κοινολογηθήκατε | θα κοινολογηθείτε | να κοινολογηθείτε | κοινολογηθείτε | ||
γ' πληθ. | κοινολογήθηκαν κοινολογηθήκαν(ε) |
θα κοινολογηθούν(ε) | να κοινολογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κοινολογηθεί | είχα κοινολογηθεί | θα έχω κοινολογηθεί | να έχω κοινολογηθεί | κοινολογημένος | |
β' ενικ. | έχεις κοινολογηθεί | είχες κοινολογηθεί | θα έχεις κοινολογηθεί | να έχεις κοινολογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κοινολογηθεί | είχε κοινολογηθεί | θα έχει κοινολογηθεί | να έχει κοινολογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κοινολογηθεί | είχαμε κοινολογηθεί | θα έχουμε κοινολογηθεί | να έχουμε κοινολογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κοινολογηθεί | είχατε κοινολογηθεί | θα έχετε κοινολογηθεί | να έχετε κοινολογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κοινολογηθεί | είχαν κοινολογηθεί | θα έχουν κοινολογηθεί | να έχουν κοινολογηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινολογούμαι
|