Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοίταξε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κοίταξε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κοιτάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κοιτάζω