Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κοάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοάζω
  2. θα κοάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοάζω