Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κλυδωνιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κλυδωνίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλυδωνίζομαι
  3. θα κλυδωνιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλυδωνίζομαι