Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλου < (άμεσο δάνειο) γαλλική clou

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλου ουδέτερο άκλιτο

  • το καλύτερο σημείο, αυτό με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, η πιο σημαντική στιγμή, το αποκορύφωμα
    το κλου της βραδιάς ήταν η αναγγελία των αρραβώνων τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία