κλιμακώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κλιμακώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλιμακώνω
- θα κλιμακώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλιμακώνω
κλιμακώσουν