Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κλητεύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλητεύω
  2. θα κλητεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλητεύω