κληρώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακληρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κληρώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κληρώνω
- θα κληρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κληρώνω