Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κληροδοτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κληροδοτώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κληροδοτώ
  3. θα κληροδοτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κληροδοτώ